- προαπώλεσαν
- προαπώλεσαν , προαπόλλυμαιaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαπόλλυμι — και πιθ. προαπολλύω Α 1. καταστρέφω, αφανίζω προηγουμένως («αἱ στάσεις προαπώλεσαν [τὴν πόλιν]», Αππ.) 2. παθ. προαπόλλυμαι καταστρέφομαι εκ τών προτέρων ή καταστρέφομαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek